Μπάμπης Κλάρας
τον Καιρό που γεννήθηκε ο Άρης….
από το βιβλίο του Μπάμπη Κλάρα «Ο ΑΔΕΡΦΟΣ ΜΟΥ Ο ΑΡΗΣ»
Το πανηγύρι
Η ΓΕΝΝΗΣΗ του ήταν κανονική, όπως όλες οι φυσιολογικές γεννήσεις. Αλλά να που και σ’αυτήν, κατά πως λέει η παροιμία,θέλοντας ο βλάχος και μη θέλοντας ο Χριστός, του φόρεσε και αυτουνού τσαρούχια, θέλησε κι ο κόσμος της μικρής πόλης, να δει στη γέννησή του κάποια ιδιαίτερα σημάδια κι ας μην μπορούσε καλά- καλά να τα ξεδιαλύνει. Έτυχε, βλέπεις, και βγήκε από την κοιλιά της μάνας του την μέρα που άνοιγε το μεγάλο παζάρι της Λαμίας, 27 Αυγούστου, με το παλιό ημερολόγιο, και που κρατούσε ως τις 14 Σεπτεμβρίου, σαν μεγάλη εμποροπανήγυρη, που ήταν για όλη τη Φθιώτιδα, και πέρα ακόμη απ’ αυτή.
Εκεί να δεις πραμάτειες και τι πραμάτειες. Κι εκεί να δεις κόσμο και ντουνιά και τι ντουνιά. Υπεραγορά αληθινή και πιο μεγάλη απ’ τη σημερινή. Μ’ όλα τα καλούδια του καιρού και του τόπου. Όλα στη φτήνεια, σαν τις συγκαιρινές μας, πες, εκπτώσεις. Να μη χορταίνει το μάτι. Κι όλο να λύνεται το κομπόδεμα. Και δωσ’του να παίρνει και να δίνει το μικρό και το μεγάλο αλισβερίσι. Ήταν και το μεγάλογεγονός της χρονιάς για την επαρχία. Να κουβαλούν όλοι απο τα τριγύρω χωριά τα ζωντανά και τις σοδείες, πο ‘χαν γαι ξεπούλημα. Να ψωνίζουν οι χωριατοπούλες κάνα γιορτινό παπούτσι και κάνα ξόμπλι για τις μεγάλες μέρες του αρραβώνα και του γάμου-καλή του ώρα και να μην αργεί να ‘ρθει. Να κατηφορίζουν και οι νοικοκυροπούλες απ’ την πάνω την πλατεία της Ελευθερίας ως το Σταροπάζαρο, που το λένε πάρκο τώρα, να χαρούν και να χαζέψουν. Λεφούσι και οι παρακατιανοί απ’ την πλατεία Λαού και τις πέρα γειτονιές, να κάνουν το κουμάντο τους για το χειμώνα, λαοσύναξη γενική, πρωινή και απογευματινή ως αργά το βράδυ, με τις λάμπες της ασετιλίνης, που προμήθευε το εργοστάσιο του Γοργοποτάμου.
Αλλά δεν ήταν μόνο εμπορική συναλλαγή. Ήτανε και πανηγύρι, αληθινή διασκέδαση, για μικρούς και για μεγάλους. Η αρχή γινότανε από την είσοδο, με τα ζαχαρωτά και τ’ άλλα εδέσματα, που είχανε από δω και από κει απλωμένα και που τα διαλαλούσανε με τις τραγουδιστές φωνές τους οι επιχώριοι παρασκευαστές και μεταπράττες. Από τη μια μεριά ο ξακουστός Φαρσαλινός σαπουν-χαλβάς να ευωδιάζει από το γίδινο βούτυρο και την ξηροψημένη κρούστα. Απ’ την άλλη, τ’ αρμυρά και αφράτα στραγάλια. Αχνιστά κι ανακατεμένα με σταφίδες ροζακιές ν’ ανοίγουν την όρεξη. Να παίρνουν τα χωνάκια τους και τα παιδόπουλα, αγόρια και κορίτσια, να βρίσκουν και την ευκαιρία, κρυφά- κρυφά, αθέατα, να τα σφεντονίζουν μεταξύ τους και ν’ ανοίγουν έτσι το μυστικό τους διάλογο.
Ύστερα ήτανε οι βόλτες στα στενά δρομάκια που χώριζαν τους πάγκους με τις πραμάτειες. Με την ποκιλία και την πολυχρωμία τους προσφέρανε ένα εξαίσιο θέαμα, που χαίρονταν όλοι να το απολαμβάνουν. Τι θαυμάσιες, ήτανε εκείνες οι πλουμιστές μπατανιές, οι υφασμένες στον παλιό ξύλινο αργαλειό, οι φλοκότες βελέντζες οι χτυπημένες στη νεροτριβή, τα κιλίμια με τα λουλουδάτα σχέδια. Κατασκευάσματα όλα της οικοτεχνίας, που άνθιζε εκείνον τον καιρό στην κλειστή αγροτική οικονομία. Χωρίς βέβαια, να λείπουν και τα είδη της αστικής βιοτεχνίας που λαχταρούσαν νοι κυράδες κι οι κοπέλες των χωριών κι αγοράζανε οι αρχοντοπούλες θαρώντας πως ανέβαιναν έτσι ένα σκαλί παραπάνω, νοθεύοντας μ’ αυτά τις πλουμιστές χωριατικες φορεσιές.
Όξω πάλι, απο την εμπορική αγορά, στον περίγυρό της, ήτανε το αλογοπάζαρο. Με τ’ αλόγατα και τα πουλάρια που ήταν για πούλημα. Με τα γαιδουράκια που ξεπουλούσαν οι γύφτοι. Με τα μουλάρια για τα βαριά φορτώματα και με τα καματερά τα βόδια. Να τα περιεργάζονται οι τσαμπάσηδες, να τα ορέγονται κι οι αλογοσύρτες, να τα χαίρονται και τ’ αντράκια για καβάλα, ψαριά, ντοριά, αράπικα και κανελιά, ξεσαμάρωτα και σαμαρωμένα. Ακόμη και σελωμένα-μεγάλη αυτή η πολυτέλεια-να τριποδίζουν και να καλπάζουν, φτερό απάνω τους κι ο καβαλάρης.
Που να τα γευτούν τέτοια πράματα τα παιδόπουλ, που να τ’ άφηναν οι μεγάλοι. Προτιμούσαν κι αυτά, αναγκαστικά, τον εσωτερικό περίγυρο του παζαριού, που ήταν στα μέτρα τους. Κι εδώ που τα λέμε, ήταν και πιο γουστόζικος με τα πράματα και τα θάματα που παρουσίαζε. Εκεί να δεις μύλους και ροκάνες και καραμούζες. Ακόμα και πίπιζες και φλογέρες, κύκλους και σκοποβολή, κι άλλα τυχερά παιχνίδια, σαν και αυτά που γεμίζουν τα σημερινά λούνα-παρκ. Αλλά και δυο παραπάνω θάματα πο τα ‘χουν σήμερα παραμερίσει.
Το ένα ήταν οι απίστευτές ταχυδακτυλουργίες, που κάνανε οι ταχυδακτυλουργοι. Σπαθιά ολόκληρα να καταπίνουν. Να τους τυλίγουν τα φίδια και αυτοί να κουβεντιάζουν μαζί τους. Να μιλεί πιο κει και η ασώματος κεφαλή
Το άλλο ήταν ο Καραγκιόζης. Άρχιζε το βραδάκι να φωτίζει το πανί του και οι φιγούρες του ξεκινούσαν με τραγούδι και χορό. Από κοντά τα πρόσωπα ν’ ανιστορούν τα ελληνοτουρκικά τους μπλεξίματα, έξω από το σαράι του Πασά και την καλύβα του Καραγκιόζη. Να ξυλοφορτώνει ο Δερβέναγας τον Καραγκιόζη, να παρεμβαίνει ο Μπαρμπα-Γιώργος και να τρέπει τον Βεληγκέκα σε φυγή με τη γκλίτσα του. Να βαράει και ο Καραγκιόζης τον Χατζηαβάτη:-Τι με βαράς βρε, το καλό σου εγώ θ’ελω, να παραπονιέται εκείνος. Παλικαράς να προβαίνει ο Σταύρακας. Κι ο σιορ Διονύσης, ο Νιόνιος, να κρούει την κιθάρα τουκαι να τραγουδάει την αγάπη του στην άπιστη καλή του. Να ξεφυτρώνει στο τέλος κι ο Μέγας-Αλέξανδρος καβάλα στο φαρί του και με υψωμένο το ακόντιο να τραντάζει κόσμο και κοσμάκη με τη δυνατή φωνή του.
– Έξελθε κατηραμένε όφι δια να μη σε εξέλθω…-σίγουρος πια κι ο κοσμάκης πως στον Τουρκαλά Αφέντη τα λέει και πως ο καταραμένος όφις δε θ’ αργήσει κουλουριασμένος να σπαράξει, χτυπημένος απ’ του Μεγα-Αλέξανδρου το δόρυ. Αλλά που να τα ξέρεις όλα αυτά εσύ αγαπητέ μου αναγνώστη. Γίνονται σήμερα τέτοια πράματα και θάματα; Τι να τα πολυλογούμε κι εμείς.
Κακογλωσσιές και συχαρίκια
ΣΑΝ να μην έφθαναν όλ’ αυτά, ήρθε από πάνω τη μέρα εκείνη του Τρυγητή και το μεγάλο νέο:
-Τα μάθατε; Η Κλάραινα γέννησε!
-Και τι έκανε;
-Αγόρι!
-Αγόρι!…
Τα θαυμαστικά δεν έιναι δικά μας. Επιφωνήματα είναι του κόσμου.Ε, δεν ήταν και μικρό πράμα για μια μικρή πολιτεία. Αν το Παζάρι ήταν το μεγάλο γεγονός της χρονιάς, ήταν κι αυτό, το γεγονός της ημέρας. Βούιξε ο τόπος.
Πόσος άλλωστε ήταν αυτός ο τόπος. Όμορφη ήτανε, φυσικά, από τότε η Λαμία, το παλιό Ζητούνι. Με το Κάστρο της από τη μια μεριά και τα βενετσιάνικα τειχιά του, όπου είχαν τότε τις φωλιές τους τα μικρά κοράκια, τα καργάκια. Μαθαίνανε και να μιλούνε ακόμα, κατά πως μολογάνε οι παλιότεροι. Στολισμένα, όταν πιάνονταν, με λειριά από κόκκινη τσόχα, κοροιδεύανε με την καργίσια τους λαλιά ερείπια και ξεπεσμένα μεγαλεία. Ν’ αγναντεύει ο κόσμος απ’ το Κάστρο τον ανοιχτό ορίζοντα κατά τον Μαλιακό κόλπο, τη γαλάζια θάλασσα,την πάντα ερωτιάρα και απάντα αγαπημένη, με το επίνειό της τη Στυλίδα και την Αγιά Μαρίνα της στη μέση. Με τον Αη-Λουκά απ’ την άλλη μεριά, μικρό και θαυμαστό οροπέδιο, ν’ απλώνει τη ματιά του στην εύφορη κοιλάδα του Σπερχειού, λουσμένη με τα νερά του, με πλουμιστές τις φορεσιές της κατά τη μόδα των καιρών. Με την ανοιξιάτικη πράσινη ελπίδα, με τη χρυσαφένια περιβολή των καρπών της γης το καλοκαίρι, χρώματα θαμπά φθινοπωρινής ομίχλης και μελαγχολικής ανίας κατόπι, ωσπού να περιβληθεί αργότερα το χειμωνιάτικο λευκό χιτώνα της ευγονίας. Καμαρωτοί ν’ αγρυπνούν αντίκρι της, ο γραφικός Καλλίδρομος και η μπουρινιασμένη Οίτη με την τέφρα του Ηρακλή και πιο βαθιά πιο πέρα το Βελούχι με την δίκορφη περηφάνεια του.
Ανάμεσα στο Κάστρο και στον Αη-Λουκά, στην πόλη κάτω, ισοδρομούσε ο μεγάλος δρόμος προς τα Πηγαδούλια. Έφτανε ως απάνω στην Ταράτσα με την Αγία της Παρασκευή , που σταμάτησε εκεί τους τούρκους το 1897. Έμεινε ακόμα γυρισμένη η παλάμη του χεριού της στη στάση του σταματημού τους, για να βάζουν τα παιδιά επάνω τις δεκάρες τους και να μαθαίνουν αν θα γίνει η όχι η παιδική τους πεθυμιά. Αν έμενε η δεκάρα κολλημένη στην εικόνα, η πεθυμιά τους θα γινόταν. Αν έπεφτε, δεν θα γινόταν. Πέρα από την αγία Παρασκευή ξάνοιγε ο δρόμος με στροφές κατά το Δομοκό και τη Θεσσαλία. Από κει ξεκινήσανε οι κατοπινές ελευθερώσεις του 1912-1913, κι ακόμα παρακάτω, του 1914 με 1920.
Ήταν ένας μοναδικός δρόμος αυτός. Ξεκινούσε από την επάνω πλατεία της Ελευθερίας όπου είχε την πρωτοκαθεδρία της η αριστοκρατία, αλλά στη στράτα του ένωνε μαζί της και τον κοσμάκη από τις παρακατιανές πλατείες του Λαού και της Σιταγοράς σε ωραίους βραδινούς περιπάτους, ανάμεσα σε μια θαυμάσια δεντροστοιχία απο λεύκες και δροσοπηγές. Πέρναγε από τον δεντρόφυτο λοφίσκο του αγίου Μιχαήλ και Γαβριήλ, από σειρά εξοχικά κέντρα με πράσινη μπροστά τους απλοχωριά, χώριζε στα δυο τα Γαλανέικα, ενωνόταν με τον περιφερειακό δρόμο και περνώντας ανάμεσα από δεντροφυτεμένους λοφίσκους στο Ισαδάκι, έφτανε ως τον Αη-Λουκά για ναγυρίσει πάλι στο κέντρο της πολιτείας.
Στο γυρισμό, κατά το έθιμο και τη συνήθεια, κάθε τάξη έπιανε και την πλατεία της, της Ελευθερίας η αριστικρατία, του Λαού ο λαουτζίκος, της Σιταγοράς, οι άνθρωποι της συναλλαγής. Στημένα τους περίμεναν τα τραπεζάκια στα ωραία ζαχαροπλαστεία με το Λαμιώτικο παντεσπάνι, τους μπεζέδες της και τα παστίτσια. Όλο γεύση, ευωδία και νοστιμιά, τα καφενεία με τα περιποιημένα ουζάκια, ελιά και χταποδάκι, χωρίς να λείπει σ’ αυτά και ο ναργιλές για τους παλιούς μερακλήδες. Αγόρια και κορίτσια φέρνανε βόλτες στην απάνω πλατεία αλλάζοντας κρυφές ματιές κι ακούγοντας την Φιλαρμονική του δήμου που έπαιζε στην εξέδρα τις ωραίες οπερέτες του έρωτα και του γλεντιού. Με τις μανάδες και τους πατεράδες να καμαρώνουν από τα τραπεζάκια τους. Με στηλωμένα, για καλό και γαι κακό πάνω τους τα μάτια, να λένε όμως και τα δικά τους για τη ζωή και την πολιτική, ώσπου να ‘ρθει η ώρα του βραδινού φαγητού για ν’ αδειάσει και η πλατεία.
Αλλού φωναχτή κι αλλού σιγανή, η βραδινή κουβεντίτσα, που ερχόταν σαν ξεκούραση και βάλσαμο από τον κάματο της μέρα, δεν έλειπε κι από τις άλλες πλατείες.Παρέες-παρέες και παρείτσες, μ’ όλα τα παλιά του καιρού κι όλα τα νέα της μέρας, με κρίσεις κι επικρίσεις, με κομπασμούς και χάχανα, με ανεκδοτάκια και καλμπουράκια. Και φυσικά, με το απαραίτητο, σαν το αλατοπίπερο, κουσκουσουριό, καλόβουλο κατά συνήθεια, κάποτε και μοχθηρό. Αυτό δα, αν ήτανε κι αν δεν ήτανε το καθημερινό ψωμοτύρι του κόσμου όλου και του κοσμάκη. Γιατί όπως βλέπεις, όμορφη ήτανε η μικρή μας πόλη αλλά μικρός ο τόπος, μικρός και ο κόσμος. Κι όπως συμβαίνει σ’ όλες τις μικρές πολιτείες, έπαιρνε και έδινε το κουτσομπολιό και σ’αυτήν. Για τα πιο επίκαιρα, βέβαια, θέματα. Και τι άλλο, τη μέρα εκείνη, πιο επίκαιρο, απο το Αυγουστιάτικο παζάρι και τα Κλαρέικα γεννητούρια.
Για τη χρησιμότητα και τη χαρά του παζαριού, ήταν όλοι σύμφωνοι. Για τα γεννητούρια όμως, τα σχόλια διχάζονταν. Κι όπως ήταν επόμενο, βούιξε ο τόπος.
– Παζαριώτης βγήκε ο γιός του Κλάρα, παζαριώτης…
Έτσι, με τον συσχετισμό των δύο γεγονότων, του παζριού και της γέννας, από στόμα σε στόμα, λες και συνεννοήθηκε με μιας όλος ο κόσμος, του κόλλησε και μονομίας, πριν ακόμη βαφτιστεί το παιδί, το πρώτο του παρανόμι. Καλοάρεσε και στον λαουτζίκο η προσωνυμία, μ’ αγαθή καρδιά και καλή θέληση.
-Να σου ζήσει, κυρ-Μήτσο, και ναμας ζήσει, δικός μας είναι αυτός.Σαν να χαίρονταν αληθινά γι’ αυτό, μικροέμποροι και μικροβιοτέχνες, εργατικοί της πόλης και του χωραφιού, λέγανε τα συχαρίκια τους και σφίγγανε το χέρι που χαρούμενα τους άπλωνε κι ο πατέρας.
Υ.Γ. ευχαριστώ τον φίλο και πατριώτη μου δημοσιογράφο Δημήτρη Κρικέλα που μου παραχώρησε το παραπάνω απόσπασμα απο το δυσεύρετο βιβλίο του Μπάμπη Κλάρα για τον Άρη Βελουχιώτη » Ο ΑΔΕΡΦΟΣ ΜΟΥ Ο ΑΡΗΣ» Εκδόσεις ΔΩΡΙΚΟΣ .
Με την ευχή μου να πραγματοποιήσει το όνειρο του…
Υ.Γ. 2 οι φωτογραφίες της παλιάς Λαμίας είναι απο την ιστοσελίδα του 3ο Γενικού Λυκείου Λαμίας (Μουστάκειο) ΕΔΩ