ιστορία

τον Καιρό που γεννήθηκε ο Άρης….

Posted on Updated on

από το βιβλίο του Μπάμπη Κλάρα «Ο ΑΔΕΡΦΟΣ ΜΟΥ Ο ΑΡΗΣ»

Το πανηγύρι

Η ΓΕΝΝΗΣΗ του ήταν κανονική, όπως όλες οι φυσιολογικές γεννήσεις. Αλλά να που και σ’αυτήν, κατά πως λέει η παροιμία,θέλοντας ο βλάχος και μη θέλοντας ο Χριστός, του φόρεσε και αυτουνού τσαρούχια, θέλησε κι ο κόσμος της μικρής πόλης, να δει στη γέννησή του κάποια ιδιαίτερα σημάδια κι ας μην μπορούσε καλά- καλά να τα ξεδιαλύνει. Έτυχε, βλέπεις, και βγήκε από την κοιλιά της μάνας του την μέρα που άνοιγε το μεγάλο παζάρι της Λαμίας, 27 Αυγούστου, με το παλιό ημερολόγιο, και που κρατούσε ως τις 14 Σεπτεμβρίου, σαν μεγάλη εμποροπανήγυρη, που ήταν για όλη τη Φθιώτιδα, και πέρα ακόμη απ’ αυτή.

Εκεί να δεις πραμάτειες και τι πραμάτειες. Κι εκεί να δεις κόσμο και ντουνιά και τι ντουνιά. Υπεραγορά αληθινή και πιο μεγάλη απ’ τη σημερινή. Μ’ όλα τα καλούδια του καιρού και του τόπου. Όλα στη φτήνεια, σαν τις συγκαιρινές μας, πες, εκπτώσεις. Να μη χορταίνει το μάτι. Κι όλο να λύνεται το κομπόδεμα. Και δωσ’του να παίρνει και να δίνει το μικρό και το μεγάλο αλισβερίσι. Ήταν και το μεγάλογεγονός της χρονιάς για την επαρχία. Να κουβαλούν όλοι απο τα τριγύρω χωριά τα ζωντανά και τις σοδείες, πο ‘χαν γαι ξεπούλημα. Να ψωνίζουν οι χωριατοπούλες κάνα γιορτινό παπούτσι και κάνα ξόμπλι για τις μεγάλες μέρες του αρραβώνα και του γάμου-καλή του ώρα και να μην αργεί να ‘ρθει. Να κατηφορίζουν και οι νοικοκυροπούλες απ’ την πάνω την πλατεία της Ελευθερίας ως το Σταροπάζαρο, που το λένε πάρκο τώρα, να χαρούν και να χαζέψουν. Λεφούσι και οι παρακατιανοί απ’ την πλατεία Λαού και τις πέρα γειτονιές, να κάνουν το κουμάντο τους για το χειμώνα, λαοσύναξη γενική, πρωινή και απογευματινή ως αργά το βράδυ, με τις λάμπες της ασετιλίνης, που προμήθευε το εργοστάσιο του Γοργοποτάμου.

    Αλλά δεν ήταν μόνο εμπορική συναλλαγή. Ήτανε και πανηγύρι, αληθινή διασκέδαση, για μικρούς και για μεγάλους. Η αρχή γινότανε από την είσοδο, με τα ζαχαρωτά και τ’ άλλα εδέσματα, που είχανε από δω και από κει απλωμένα και που τα διαλαλούσανε με τις τραγουδιστές φωνές τους οι επιχώριοι παρασκευαστές και μεταπράττες. Από τη μια μεριά ο ξακουστός Φαρσαλινός σαπουν-χαλβάς να ευωδιάζει από το γίδινο βούτυρο και την ξηροψημένη κρούστα. Απ’ την άλλη, τ’ αρμυρά και αφράτα στραγάλια. Αχνιστά κι ανακατεμένα με σταφίδες ροζακιές ν’ ανοίγουν την όρεξη. Να παίρνουν τα χωνάκια τους και τα παιδόπουλα, αγόρια και κορίτσια, να βρίσκουν και την ευκαιρία, κρυφά- κρυφά, αθέατα, να τα σφεντονίζουν μεταξύ τους και ν’ ανοίγουν έτσι το μυστικό τους διάλογο.

Ύστερα ήτανε οι βόλτες στα στενά δρομάκια που χώριζαν τους πάγκους με τις πραμάτειες. Με την ποκιλία και την πολυχρωμία τους προσφέρανε ένα εξαίσιο θέαμα, που χαίρονταν όλοι να το απολαμβάνουν. Τι θαυμάσιες, ήτανε εκείνες οι πλουμιστές μπατανιές, οι υφασμένες στον παλιό ξύλινο αργαλειό, οι φλοκότες βελέντζες οι χτυπημένες στη νεροτριβή, τα κιλίμια με τα λουλουδάτα σχέδια. Κατασκευάσματα όλα της οικοτεχνίας, που άνθιζε εκείνον τον καιρό στην κλειστή αγροτική οικονομία. Χωρίς βέβαια, να λείπουν και τα είδη της αστικής βιοτεχνίας που λαχταρούσαν νοι κυράδες κι οι κοπέλες των χωριών κι αγοράζανε οι αρχοντοπούλες θαρώντας πως ανέβαιναν έτσι ένα σκαλί παραπάνω, νοθεύοντας μ’ αυτά τις πλουμιστές χωριατικες φορεσιές.

Όξω πάλι, απο την εμπορική αγορά, στον περίγυρό της, ήτανε το αλογοπάζαρο. Με τ’ αλόγατα και τα πουλάρια που ήταν για πούλημα. Με τα γαιδουράκια που ξεπουλούσαν οι γύφτοι. Με τα μουλάρια για τα βαριά φορτώματα και με τα καματερά τα βόδια. Να τα περιεργάζονται οι τσαμπάσηδες, να τα ορέγονται κι οι αλογοσύρτες, να τα χαίρονται και τ’ αντράκια για καβάλα, ψαριά, ντοριά, αράπικα και κανελιά, ξεσαμάρωτα και σαμαρωμένα. Ακόμη και σελωμένα-μεγάλη αυτή η πολυτέλεια-να τριποδίζουν και να καλπάζουν, φτερό απάνω τους κι ο καβαλάρης.

Που να τα γευτούν τέτοια πράματα τα παιδόπουλ, που να τ’ άφηναν οι μεγάλοι. Προτιμούσαν κι αυτά, αναγκαστικά, τον εσωτερικό περίγυρο του παζαριού, που ήταν στα μέτρα τους. Κι εδώ που τα λέμε, ήταν και πιο γουστόζικος με τα πράματα και τα θάματα που παρουσίαζε. Εκεί να δεις μύλους και ροκάνες και καραμούζες. Ακόμα και πίπιζες και φλογέρες, κύκλους και σκοποβολή, κι άλλα τυχερά παιχνίδια, σαν και αυτά που γεμίζουν τα σημερινά λούνα-παρκ. Αλλά και δυο παραπάνω θάματα πο τα ‘χουν σήμερα παραμερίσει.

Το ένα ήταν οι απίστευτές ταχυδακτυλουργίες, που κάνανε οι ταχυδακτυλουργοι. Σπαθιά ολόκληρα να καταπίνουν. Να τους τυλίγουν τα φίδια και αυτοί να κουβεντιάζουν μαζί τους. Να μιλεί πιο κει και η ασώματος κεφαλή

Το άλλο ήταν ο Καραγκιόζης. Άρχιζε το βραδάκι να φωτίζει το πανί του και οι φιγούρες του  ξεκινούσαν με τραγούδι και χορό. Από κοντά τα πρόσωπα ν’ ανιστορούν τα ελληνοτουρκικά τους μπλεξίματα, έξω από το σαράι του Πασά και την καλύβα του Καραγκιόζη. Να ξυλοφορτώνει ο Δερβέναγας τον Καραγκιόζη, να παρεμβαίνει ο Μπαρμπα-Γιώργος και να τρέπει τον Βεληγκέκα σε φυγή με τη γκλίτσα του. Να βαράει και ο Καραγκιόζης τον Χατζηαβάτη:-Τι με βαράς βρε, το καλό σου εγώ θ’ελω, να παραπονιέται εκείνος. Παλικαράς να προβαίνει ο Σταύρακας. Κι ο σιορ Διονύσης, ο Νιόνιος, να κρούει την κιθάρα τουκαι να τραγουδάει την αγάπη του στην άπιστη καλή του. Να ξεφυτρώνει στο τέλος κι ο Μέγας-Αλέξανδρος  καβάλα στο φαρί του και με υψωμένο το ακόντιο να τραντάζει κόσμο και κοσμάκη με τη δυνατή φωνή του.

– Έξελθε κατηραμένε όφι δια να μη σε εξέλθω…-σίγουρος πια κι ο κοσμάκης πως στον Τουρκαλά Αφέντη τα λέει και πως ο καταραμένος όφις δε θ’ αργήσει κουλουριασμένος να σπαράξει, χτυπημένος απ’ του Μεγα-Αλέξανδρου το δόρυ. Αλλά που να τα ξέρεις όλα αυτά εσύ αγαπητέ μου αναγνώστη. Γίνονται σήμερα τέτοια πράματα και θάματα; Τι να τα πολυλογούμε κι εμείς.

Κακογλωσσιές και συχαρίκια

ΣΑΝ να μην έφθαναν όλ’ αυτά, ήρθε από πάνω τη μέρα εκείνη του Τρυγητή και το μεγάλο νέο:

-Τα μάθατε; Η Κλάραινα γέννησε!

-Και τι έκανε;

-Αγόρι!

-Αγόρι!…

Τα θαυμαστικά δεν έιναι δικά μας.  Επιφωνήματα είναι του κόσμου.Ε, δεν ήταν και μικρό πράμα για μια μικρή πολιτεία. Αν το Παζάρι ήταν το μεγάλο γεγονός της χρονιάς, ήταν κι αυτό, το γεγονός της ημέρας. Βούιξε ο τόπος.

Πόσος άλλωστε ήταν αυτός ο τόπος. Όμορφη ήτανε, φυσικά, από τότε η Λαμία, το παλιό Ζητούνι. Με το Κάστρο της από τη μια μεριά και τα βενετσιάνικα τειχιά του, όπου είχαν τότε τις φωλιές τους τα μικρά κοράκια, τα καργάκια. Μαθαίνανε  και να μιλούνε ακόμα, κατά πως  μολογάνε οι παλιότεροι. Στολισμένα, όταν πιάνονταν, με λειριά από κόκκινη τσόχα, κοροιδεύανε με την καργίσια τους λαλιά ερείπια και ξεπεσμένα μεγαλεία. Ν’ αγναντεύει ο κόσμος απ’ το Κάστρο τον ανοιχτό ορίζοντα κατά τον Μαλιακό κόλπο, τη γαλάζια θάλασσα,την πάντα ερωτιάρα και απάντα αγαπημένη, με το επίνειό της τη Στυλίδα και την Αγιά Μαρίνα της στη μέση. Με τον Αη-Λουκά απ’ την άλλη μεριά, μικρό και θαυμαστό οροπέδιο, ν’ απλώνει τη ματιά του στην εύφορη κοιλάδα του Σπερχειού, λουσμένη με τα νερά του, με πλουμιστές τις φορεσιές της κατά τη μόδα των καιρών. Με την ανοιξιάτικη πράσινη ελπίδα, με τη χρυσαφένια περιβολή των καρπών της γης το καλοκαίρι, χρώματα θαμπά φθινοπωρινής ομίχλης και μελαγχολικής ανίας κατόπι, ωσπού να περιβληθεί αργότερα το χειμωνιάτικο λευκό χιτώνα της ευγονίας. Καμαρωτοί ν’ αγρυπνούν αντίκρι της, ο γραφικός Καλλίδρομος και η μπουρινιασμένη Οίτη με την τέφρα του Ηρακλή και πιο βαθιά πιο πέρα το Βελούχι με την δίκορφη περηφάνεια του.

  Ανάμεσα στο Κάστρο και στον Αη-Λουκά, στην πόλη κάτω, ισοδρομούσε ο μεγάλος δρόμος προς τα Πηγαδούλια. Έφτανε ως απάνω στην Ταράτσα με την Αγία της Παρασκευή , που σταμάτησε εκεί τους τούρκους το 1897. Έμεινε ακόμα γυρισμένη η παλάμη του χεριού της  στη στάση του σταματημού τους, για να βάζουν τα παιδιά επάνω τις δεκάρες τους και να μαθαίνουν αν θα γίνει η όχι η παιδική τους πεθυμιά. Αν έμενε η δεκάρα κολλημένη στην εικόνα, η πεθυμιά τους θα γινόταν. Αν έπεφτε, δεν θα γινόταν. Πέρα από την αγία Παρασκευή ξάνοιγε ο δρόμος με στροφές κατά το Δομοκό και τη Θεσσαλία. Από κει ξεκινήσανε οι κατοπινές ελευθερώσεις του 1912-1913, κι ακόμα παρακάτω, του 1914 με 1920.

Ήταν ένας μοναδικός δρόμος αυτός. Ξεκινούσε από την επάνω πλατεία της Ελευθερίας όπου είχε την πρωτοκαθεδρία της η αριστοκρατία, αλλά στη στράτα του ένωνε μαζί της και τον κοσμάκη από τις παρακατιανές πλατείες του Λαού και της Σιταγοράς σε ωραίους βραδινούς περιπάτους, ανάμεσα σε μια θαυμάσια δεντροστοιχία απο λεύκες και δροσοπηγές.  Πέρναγε από τον δεντρόφυτο λοφίσκο του αγίου Μιχαήλ και Γαβριήλ, από σειρά εξοχικά κέντρα με πράσινη μπροστά τους απλοχωριά, χώριζε στα δυο τα Γαλανέικα, ενωνόταν με τον περιφερειακό δρόμο και περνώντας ανάμεσα από δεντροφυτεμένους λοφίσκους στο Ισαδάκι, έφτανε ως τον Αη-Λουκά για ναγυρίσει πάλι στο κέντρο της πολιτείας.

Στο γυρισμό, κατά το έθιμο και τη συνήθεια, κάθε τάξη έπιανε και την πλατεία της, της Ελευθερίας η αριστικρατία, του Λαού ο λαουτζίκος, της Σιταγοράς, οι άνθρωποι της συναλλαγής. Στημένα τους περίμεναν τα τραπεζάκια στα ωραία ζαχαροπλαστεία με το Λαμιώτικο παντεσπάνι, τους μπεζέδες της και τα παστίτσια. Όλο γεύση, ευωδία και νοστιμιά, τα καφενεία με τα περιποιημένα ουζάκια, ελιά και χταποδάκι, χωρίς να λείπει σ’ αυτά και ο ναργιλές για τους παλιούς μερακλήδες. Αγόρια και κορίτσια φέρνανε βόλτες στην απάνω πλατεία αλλάζοντας κρυφές ματιές κι ακούγοντας την Φιλαρμονική του δήμου που έπαιζε στην εξέδρα τις ωραίες οπερέτες του έρωτα και του γλεντιού. Με τις μανάδες και τους πατεράδες να καμαρώνουν από τα τραπεζάκια τους. Με στηλωμένα, για καλό και γαι κακό πάνω τους τα μάτια, να λένε όμως και τα δικά τους για τη ζωή και την πολιτική, ώσπου να ‘ρθει η ώρα του βραδινού φαγητού για ν’ αδειάσει και η πλατεία.

Αλλού φωναχτή κι αλλού σιγανή, η βραδινή κουβεντίτσα, που ερχόταν σαν ξεκούραση και βάλσαμο από τον κάματο της μέρα, δεν έλειπε κι από τις άλλες πλατείες.Παρέες-παρέες και παρείτσες, μ’ όλα τα παλιά του καιρού κι όλα τα νέα της μέρας, με κρίσεις κι επικρίσεις, με κομπασμούς και χάχανα, με ανεκδοτάκια και καλμπουράκια. Και φυσικά, με το απαραίτητο, σαν το αλατοπίπερο, κουσκουσουριό, καλόβουλο κατά συνήθεια, κάποτε και μοχθηρό. Αυτό δα, αν ήτανε κι αν δεν ήτανε το καθημερινό ψωμοτύρι του κόσμου όλου και του κοσμάκη. Γιατί όπως βλέπεις, όμορφη ήτανε η μικρή μας πόλη αλλά μικρός ο τόπος, μικρός και ο κόσμος. Κι όπως συμβαίνει σ’ όλες τις μικρές πολιτείες, έπαιρνε και έδινε το κουτσομπολιό και σ’αυτήν. Για τα πιο επίκαιρα, βέβαια, θέματα. Και τι άλλο, τη μέρα εκείνη, πιο επίκαιρο, απο το Αυγουστιάτικο παζάρι και τα Κλαρέικα γεννητούρια.

Για τη χρησιμότητα και τη χαρά του παζαριού, ήταν όλοι σύμφωνοι. Για τα γεννητούρια όμως, τα σχόλια διχάζονταν. Κι όπως ήταν επόμενο, βούιξε ο τόπος.

– Παζαριώτης βγήκε ο γιός του Κλάρα, παζαριώτης…

Έτσι, με τον συσχετισμό των δύο γεγονότων, του παζριού και της γέννας, από στόμα σε στόμα, λες και συνεννοήθηκε με μιας όλος ο κόσμος, του κόλλησε και μονομίας, πριν ακόμη βαφτιστεί το παιδί, το πρώτο του παρανόμι. Καλοάρεσε και στον λαουτζίκο η προσωνυμία, μ’ αγαθή καρδιά και καλή θέληση.

-Να σου ζήσει, κυρ-Μήτσο, και ναμας ζήσει, δικός μας είναι αυτός.Σαν να χαίρονταν αληθινά γι’ αυτό, μικροέμποροι και μικροβιοτέχνες, εργατικοί της πόλης και του χωραφιού, λέγανε τα συχαρίκια τους και σφίγγανε το χέρι που χαρούμενα τους άπλωνε κι ο πατέρας.

Υ.Γ. ευχαριστώ τον φίλο και πατριώτη μου δημοσιογράφο Δημήτρη Κρικέλα που μου παραχώρησε το παραπάνω  απόσπασμα  απο το δυσεύρετο βιβλίο του Μπάμπη Κλάρα για τον Άρη Βελουχιώτη » Ο ΑΔΕΡΦΟΣ ΜΟΥ Ο ΑΡΗΣ» Εκδόσεις ΔΩΡΙΚΟΣ .

Με την ευχή μου να πραγματοποιήσει το όνειρο του…

Υ.Γ. 2 οι φωτογραφίες της παλιάς Λαμίας είναι απο την ιστοσελίδα του 3ο Γενικού Λυκείου Λαμίας (Μουστάκειο) ΕΔΩ

Προτιμάμε να μας θυσιάσουν παρά να ρισκάρουμε να θυσιάσουμε…

Posted on Updated on

Πήρα στα χέρια μου το πρώτο τεύχος του περιοδικού Unfollow , φόρεσα τα γυαλιά μου για να βλέπω κοντά ,τα 47 χρόνια και η καθήλωση μπρός τον υπολογιστή απομακρύνουν γράμματα εικόνες , διάβασα ξαπλωμένος το εξαιρετικό κείμενο απο τον Old Boy  γραμμένο για το πρώτο τεύχος του Unfollow , ύστερα  ανασηκώθηκα κάθισα στην άκρη του κρεββατιού, ακούγα για ώρα τις φωνές τα γέλια της Αγγελικής του Πάνου της Κωνσταντίνας …

γράφει ο  Old Boy:

H ιστορική γλύκα

Ευρώ θέλοντος και μνημονίου επιτρέποντος, κλείνω φέτος τα σαράντα. Σκέφτομαι αυτούς που γεννήθηκαν σαράντα χρόνια πριν από μένα. Ένας που γεννήθηκε το 1932 μέχρι τα δικά του σαράντα πρόλαβε να ζήσει άμεσα ή εξ αντανακλάσεως δικτατορία, πόλεμο, κατοχή, εμφύλιο, μετεμφυλιακό κράτος με όλο το σχετικό χαμό του, ξανά δικτατορία. Να πάρουμε και τον αμέσως πιο πίσω σαραντάρη, εκείνον που γεννήθηκε το 1892; Εκείνου κι αν ήταν φουλ το ιστορικό πιάτο. Ενώ εμείς οι καημένοι τι βιώσαμε ιστορικά από τότε που θυμόμαστε τον εαυτό μας; Τί – πό – τά. Προφανώς πολλά και διάφορα συνέβησαν αυτά τα χρόνια, αλλά πώς να τολμήσουν να συγκριθούν από πλευράς δραματικότητας με το παρελθόν; Το 1989 έγιναν κοσμοϊστορικές αλλαγές, ούτε όμως ο δικός μας ο κόσμος ούτε η δική μας ιστορία ήταν εκείνη που άλλαζε ριζικά. Ο δικός μας κόσμος όντας στο στρατόπεδο των νικητών συνέχισε να κυλά αδιατάρακτος για μια εικοσαετία ακόμα. Καιρός δεν ήταν να μπει ένα τέλος στην ανία, καιρός δεν ήταν να αρχίσουμε να παίρνουμε κι εμείς μια δόση Ιστορίας, καιρός δεν ήταν να αρχίσουμε να γευόμαστε κι εμείς την γλύκα της;
Όταν μεγαλώνεις εκτός δραματικής Ιστορίας, εθίζεσαι σε ένα τρόπο σκέψης που σε κάνει να νομίζεις ότι ως το τέλος της ζωής σου έτσι θα πηγαίνει το έργο. Εξίσου αν όχι και περισσότερο σοκαριστικό από ένα κόσμο που κατεδαφίζεται, είναι το εντελώς απρόσμενο της κατεδάφισής του. Προηγούμενες γενιές ήξεραν πως όλα μπορούν ανά πάσα στιγμή να ανατραπούν, πως όλα είναι εκκρεμή κι επίφοβα. Σε εμάς όλα έμοιαζαν στερεωμένα σε αδιαμφισβήτητες βάσεις και μακριά από το φόβο. Υπήρχε βέβαια πάντα ο φόβος της προσωπικής σου κατάρρευσης, αλλά η συλλογική σε καιρό ειρήνης έμοιαζε με αδιανόητη.
Ο βασικότερος εθισμός όμως είναι άλλος: εθίζεσαι στην πεποίθηση πως όπως η Ιστορία διαδραματιζόταν προ κρίσης ερήμην σου, έτσι διαδραματίζεται ερήμην σου και μέσα στην κρίση, εθίζεσαι στην πεποίθηση πως είσαι πολύ μικρός και ασήμαντος για να παρέμβεις και να προσπαθήσεις να την επηρεάσεις. Είναι πολύ πιο συνεπές με βάση τον ως τώρα ανενεργό σου ρόλο και σου είναι πολύ πιο εύκολο ψυχολογικά να παίξεις το ρόλο του σφάγιου. Προτιμάς να σε θυσιάσουν παρά να ρισκάρεις να θυσιάσεις. Αυτό το ρίσκο σε σκανδαλίζει και σε αποσυντονίζει όσο τίποτα. Έτσι, ακόμα κι αν καταλαβαίνεις πια πως πρόκειται να χαθούν πάρα πολύ περισσότερα από όσα έχουν ήδη χαθεί, το κατενάτσιο που παίζεις είναι λιγότερο ένα κατενάτσιο ακραίας ελπίδας μήπως και σωθεί η παρτίδα και περισσότερο ένα κατενάτσιο καθήλωσης μπροστά στον τρόμο να πάρεις την δική σου τύχη στα χέρια σου και να μετατραπείς από εξουσιαζόμενος σε αυτεξούσιος. Ήσουν όλα αυτά τα χρόνια -και πώς να πάψεις έτσι ξαφνικά να είσαι τώρα- ένα μικρό παιδί που άφηνες τους μεγάλους να καθορίζουν τα των μεγάλων. Έπαιζες με τα ιδιωτικά σου παιχνίδια κι άφηνες στους μεγάλους την τύχη του δημόσιου βίου. Τα χεράκια σου νιώθουν ασφαλή όταν τα κρατά η παλάμη των υπεύθυνων πολιτικών και μιντιακών δυνάμεων του τόπου.
Σε κρατούν και σε οδηγούν στο γκρεμό, το βλέπεις, δίπλα σου έχουν πέσει τόσοι άλλοι, το βλέπεις, ωστόσο αυτό έμαθες, να οδηγείσαι, αυτό έμαθες, να αφήνεις αυτά τα πράγματα σε εκείνους που ξέρουν καλύτερα, και τουλάχιστον την ώρα που σε ρίχνουν παρηγορείσαι ξέροντας ότι δεν έκανες εσύ καμία αποκοτιά, δεν προξένησες εσύ με καμία απειθαρχία την πτώση σου, έπεσες μεν, αλλά έπεσες σαν καλό παιδί, έπεσες ακολουθώντας το δρόμο της σύνεσης, αφού δεν υπήρχε άλλος δρόμος από αυτόν. Από τον πανικό να βρεθείς χειραφετημένος μπροστά στο γκρεμό και να προσπαθήσεις να του ξεφύγεις μόνος σου, προτιμάς το χέρι που σε ρίχνει σίγουρα σε αυτόν και το στόμα που εκείνη την ώρα σου ψιθυρίζει στο αυτί πως κάθε άλλη επιλογή θα ήταν καταστροφική, πως ό,τι κάνει το κάνει για το καλό σου και το ευρύτερο καλό της πατρίδας και των παιδιών σου· που μέχρι να σαρανταρίσουν το πιθανότερο είναι πως θα έχουν έρθει αντιμέτωπα με πολύ περισσότερη Ιστορία απ’ ό,τι εσύ.

Ε! ρίζαμ’, ντο να λέγω σας, εμείς όντες εχπάσταμε σ’ ‘σην πατρίδαν να φέβομε για την Ελλάδαν, α τόσον και εσιασίρεψαμ’ τιδέν να παίρω κι’ εγροίξα. Την εικόναν είπα ας παίρω και τα ‘ άγια λείψανα και προστατεύνε μας σα δρόμους. Και με τα ‘εκείνα έρθαμε αδά σην Ελλάδαν και ντο εσύραμε, τα καριπίας, τα εφτωχίας, τα βάσανα!. Ο Θεός μονάχον εξέρει ατά

Posted on Updated on

pontiaki genoktonia

19 Μαίου και πως και γιατί να ξεχάσουμε;(μήπως να ρωτήσουμε τον Τρεμόπουλο και την Ρεπούση;)
Η ημέρα μνήμης της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου (1916-1923).
Τριακόσιες πενήντα τρεις χιλιάδες εξοντώθηκαν από το επεξεργασμένο σχέδιο γενοκτονίας. Το μεγαλύτερο μέρος γυναίκες και παιδιά. «Ρίζα μ’ Κωστή, ας απόθανα εγώ κι ας εζήνες εσύ, πουλί μ’».
Ο τόπος του Πόντου που γέννησε πολιτισμό, μεταβλήθηκε σε τόπο εγκλημάτων και τόπο γέννησης προσφύγων…

Ενα τραγούδι λοιπόν για την Ημέρα ,τίποτε άλλο…

Ενα τραγούδι που όταν δεν ήταν νεκρικό μοιρολόι το τραγουδούσαν  συνήθως οι άντρες και εκφράζανε τους καημούς της ζωής. Μοιρολόι σαν αυτό λοιπόντραγουδούσανε και οι γέροντες που δεν μπορούσανε να ακολουθήσουνε τους νέους στον πόλεμο .Γι αυτό το λόγο συνήθως ακολουθούσε η Σέρρα ο Ποντιακός Πυρρίχιος .

ακούμε τον Γιώργο Αμαραντίδη στο τραγούδι και στην λύρα και στο νταούλι τον Γιάννη Ευφραιμίδη :

μοιρολόι-σέρρα

(με ένα κλικ ελάλησε)

Υ.Γ. τα λόγια στον τίτλο είναι τα λόγια μιας χαροκαμένης ποντίας, που έζησε τον ξεριζωμό

«Πως η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχασε τη μάχη της ονομασίας των Σκοπίων …»

Posted on Updated on

Το ακόλουθο κείμενο, προέρχεται από ομιλία του κ. Κρις Σπύρου, Πρώην Πρόεδρου του Δημοκρατικού Κόμματος της Πολιτείας, Νιου Χάμσαϊρ, ΗΠΑ, για το Μακεδονικό ζήτημα, στην εκδήλωση της «Ένωσης των Αποφοίτων Αμερικανικών Πανεπιστημίων».

«Γνώρισα την Μακεδονία από τα λίγα χρόνια που πήγα σχολείο στην Ελλάδα. Έφυγα για την Αμερική 13 ετών πριν από 48 χρόνια.
Έμαθα για την Μακεδονία από τον παππού μου τον Θανάση Σπύρου, ο οποίος άφησε την γυναίκα του έγκυο το 1910, με τον πατέρα μου στην κοιλιά της, και έφυγε για την Αμερική. Πήρε τρία παιδιά μαζί του και άφησε πίσω στο χωριό άλλα 4 παιδιά με τη γιαγιά μου την Ελένη.
Έμαθα για την Μακεδονία από αυτόν τον παππού που δύο χρόνια μετά την άφιξή του στην Αμερική ξαναγύρισε στην Ελλάδα να πολεμήσει για την απελευθέρωση της Μακεδονίας και των άλλων κατεχομένων εδαφών από τους Τούρκους. Έξι (6) ολόκληρα χρόνια πολέμησε και δεν ξαναείδε ποτέ τα τρία παιδιά του που άφησε στην Αμερική.
Ξέρω τους Μακεδόνες από τον πατέρα μου τον Κώστα που πολέμησε στην Μακεδονία, στο Ιταλικό μέτωπο και τραυματίας μας διηγιόταν χρόνια μετά για «τα μεγάλα νταούλια» που παίζανε οι Μακεδόνες όταν αυτός έπαιζε το μαντολίνο του στο μέτωπο. Με καμάρι μας έδειχνε φωτογραφίες και μας έλεγε για την φιλοξενία που τους προσέφεραν οι Έλληνες της Μακεδονίας. Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου »

Κι άλλο δέντρο μόνο του…

Posted on Updated on

 


Υ.Γ. η φωτογραφία είναι του μαραδό απο το βουνό Καλλίδρομο.