Month: Νοέμβριος 2012
Aπεργιακό πρόγραμμα στον Flash 96. Συντονιστείτε !
Aπεργιακό πρόγραμμα στον Flash 96, Παρασκευή 16 Νοέμβρη του 2012, θα είναι στον αέρα από τις 7 το πρωί ως τη μία το μεσημέρι. Ακούστε μας ζωντανά, ή από το ίντερνετ στη δεύθυνση www.apergoiflash.blogspot.com
Αριστερή κυβέρνηση ή αριστερή παρένθεση;
του Πέτρου Παπακωνσταντίνου.
Το Μνημόνιο 3 θα φέρει την κατάρρευση της τρίτης μνημονιακής κυβέρνησης. Η Αριστερά ενώπιον ιστορικών προκλήσεων.
Οι καταιγιστικές εξελίξεις του τελευταίου δεκαημέρου με επίκεντρο το ολέθριο, για την κοινωνική πλειονότητα και εθνική κυριαρχία, Μνημόνιο 3 έθεσαν το πολιτικό σκηνικό σε τροχιά επιταχυνόμενης αποσταθεροποίησης για τρίτη συνεχή φορά, μετά την κατάρρευση των κυβερνήσεων Παπανδρέου και Παπαδήμου.
Το χειρότερο, για την υφιστάμενη πολιτική τάξη, είναι ότι αυτή τη φορά δε διαγράφεται στον ορίζοντα ομαλή εναλλακτική λύση- πλην βεβαίως του απεχθούς σεναρίου κάποιου είδους αυταρχικής εκτροπής. Ο Αντώνης Σαμαράς και η Νέα Δημοκρατία είναι η τελευταία ζώνη άμυνας ενός συστήματος που εξαντλεί τις εφεδρείες του. Με το ΠΑΣΟΚ κλινικά νεκρό, το μόνο ανοιχτό ερώτημα είναι αν το ιστορικό κίνημα του Ανδρέα Παπανδρέου διατηρεί κάποια αξία χρήσης ως δωρητής οργάνων προς άλλους πολιτικούς σχηματισμούς. Το ενδεχόμενο να βρεθεί η Ελλάδα σε αχαρτογράφητα νερά, με μια κυβέρνηση της Αριστεράς στο πηδάλιο, τίθεται στην ημερήσια διάταξη.
Αν συμβεί κάτι τέτοιο, θα πρόκειται για μια καμπή ιστορικών διαστάσεων. Για πρώτη φορά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η πέραν της σοσιαλδημοκρατίας Αριστερά θα κληθεί να κυβερνήσει όχι ένα έθνος της «περιφέρειας» (Λατινική Αμερική, Ασία) αλλά μια αναπτυγμένη χώρα της Δύσης.
Το πρόβλημα για την ελληνική Αριστερά και ιδιαίτερα για το ΣΥΡΙΖΑ είναι ότι δεν έρχεται πάνω στην πλάτη ενός ισχυρότατου κοινωνικού ρεύματος, αποφασισμένου να στηρίξει την κυβέρνησή «του» στις κρίσιμες στιγμές. Οι δημοσκοπήσεις δεν μας επιτρέπουν καν να μιλήσουμε για εκλογικό ρεύμα υπέρ της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Η πλειονότητα του κόσμου αρχίζει να πείθεται ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα είναι η επόμενη κυβέρνηση, μόνο γιατί βλέπει τους πολιτικούς του αντιπάλους (πλην της Χρυσής Αυγής) να αυτοκτονούν.
Σ’ αυτό το φόντο, ο σάλος που δημιουργήθηκε με τις πρόσφατες δηλώσεις του Παναγιώτη Λαφαζάνη μοιάζει με τρικυμία σε ένα ποτήρι νερό. Η αναγνώριση, από την πλευρά του κοινοβουλευτικού εκπροσώπου του ΣΥΡΙΖΑ, ότι το κόμμα του «δεν είναι ακόμη έτοιμο να κυβερνήσει», αν και έχει κάνει σοβαρά βήματα, είναι τόσο «σκανδαλώδης», όσο η «αποκάλυψη» ότι ο Πάπας είναι… Καθολικός! Προφανώς, η συνομοσπονδία συνιστωσών του 4.7%, που εκτοξεύθηκε μέσα σε δύο νύχτες στο 27%, δεν ήταν δυνατό να συγκροτηθεί σε ενιαίο κόμμα, με προγραμματική συνοχή μέσα σε τέσσερις μήνες. Τα πραγματικά ερωτήματα αρχίζουν από εδώ και κάτω.
Θέλει να κυβερνήσει η Αριστερά;
Αν και το σύνθημα που έριξε ο Αλέξης Τσίπρας για «αριστερή κυβέρνηση» συνέβαλε καταλυτικά στην εκλογική του απογείωση, είναι κοινό μυστικό ότι το βράδυ της 17ης Ιουνίου πολλοί, ίσως οι περισσότεροι από τους επιτελείς του, υποδέχθηκαν με ανακούφιση το εκλογικό αποτέλεσμα. Απελθέτω απ’ εμού το ποτήριον τούτο… Ας το αφήσουμε για την επόμενη φορά, όταν οι συνθήκες θα είναι καλύτερες.
Το πρόβλημα με αυτή τη λογική είναι ότι μέχρι να ωριμάσουν οι συνθήκες μπορεί να έχει σαπίσει η Ελλάδα. Η Αριστερά δεν νομιμοποιείται να ελεεινολογεί τις όντως τρομερά δύσκολες συνθήκες που θα κληρονομήσει, απλούστατα γιατί χωρίς αυτές δε θα εκτοξευόταν ποτέ τόσο ψηλότερα από τα παραδοσιακά της όρια. Αν δεν υπήρχαν η κρίση, τα μνημόνια, η κοινωνική καταστροφή και η αποικιοποίηση της χώρας, η “βαθειά Ελλάδα” δεν θα κατέβαινε στο Σύνταγμα με τους Αγανακτισμένους, ούτε θα ψήφιζε, κατά το ένα τρίτο του εκλογικού σώματος, ΣΥΡΙΖΑ και ΚΚΕ. Θα συνέχιζε να παίζει στο χρηματιστήριο, να φεσώνεται με στεγαστικά δάνεια και να εμπιστεύεται τα παραδοσιακά κόμματα εξουσίας.
Βεβαίως οι πολίτες που ψήφισαν Αριστερά, δεν έγιναν ξαφνικά επαναστάτες που εννοούν να θυσιαστούν για το σοσιαλιστικό ιδεώδες. Αλλά μήπως αυτό δεν συμβαίνει πάντα στην Ιστορία; Οι μεγάλοι εθνικοί και κοινωνικοί αγώνες δεν είναι έργο κάποιων «ξεχωριστών» ιδεαλιστών, αλλά των συνηθισμένων ανθρώπων, οι οποίοι σε ασυνήθιστες εποχές γίνονται ικανοί για ασυνήθιστα πράγματα. Αν η Αριστερά δεν έχει εμπιστοσύνη σ’ αυτό το λαό ο οποίος, παρά το σοκ και δέος των μνημονίων, το άγχος της επιβίωσης και την απαξίωση των πάντων, κατέβηκε 23 φορές σε γενικές απεργίες και ανέτρεψε δύο κυβερνήσεις, τότε θα είναι άξια της μοίρας της. Ιστορικές ευκαιρίες σαν τη σημερινή έρχονται μια φορά στα πενήντα ή τα εκατό χρόνια. Αν την αφήσει να περάσει από τα χέρια της, το τίμημα θα είναι βαρύτατο, όχι μόνο για την ίδια, αλλά και για τη χώρα.
Μπορεί να κυβερνήσει η Αριστερά;
Η αμφιβολία είναι βάσιμη. Υπάρχουν ενδείξεις ότι, μπροστά στα αδιέξοδα της υπάρχουσας πολιτικής τάξης, μερίδα των επιχειρηματικών ελίτ, ίσως και ξένων κέντρων, αρχίζει να σκέφτεται μήπως θα ήταν καλύτερα να περάσει τον «μουντζούρη» του χρέους και την ηλεκτρική καρέκλα της κυβέρνησης στο ΣΥΡΙΖΑ. Αν η ηγεσία του αποδειχθεί κατώτερη των περιστάσεων, η αριστερή κυβέρνηση θα αποδειχθεί μια σύντομη αριστερή παρένθεση, την οποία θα ακολουθήσει η θριαμβευτική επέλαση των Μνημονιακών πάνω στην καμμένη γη των προδομένων λαϊκών ελπίδων.
Ένας μόνο τρόπος υπάρχει για να ελαχιστοποιηθούν οι πιθανότητες μιας τέτοιας εξέλιξης: Η προγραμματική αποσαφήνιση από την πλευρά της Αριστεράς. Όχι με την έννοια των κατεβατών επί μέρους μέτρων, που κανείς δεν διαβάζει και δεν έχουν και πολύ νόημα. Αλλά με την έννοια ενός Οδικού Χάρτη, μιας πειστικής αφήγησης για τη δύσκολη μετάβαση από το σημερινό χάος σε ένα ελπιδοφόρο μέλλον.
Ο πρώτος, αποφασιστικός σταθμός αφορά στη μονομερή κατάργηση των μνημονίων και των εφαρμοστικών νόμων (όπως προβλέπει η πρόταση νόμου του ΚΚΕ, την οποία ψηφίζει και ο ΣΥΡΙΖΑ) και τη διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους. Ακόμη και το ΔΝΤ αναγκάζεται, για τους δικούς του λόγους, να αναγνωρίσει ότι, με ένα χρέος που θα φτάσει σε ένα χρόνο το αστρονομικό 190% του ΑΕΠ, η Ελλάδα είναι καταδικασμένη να βρίσκεται εσαεί στα Τάρταρα.
Ο Γόρδιος Δεσμός του ευρώ
Το δεύτερο, αναγκαίο βήμα για το ΣΥΡΙΖΑ είναι να κόψει, επιτέλους, το Γόρδιο Δεσμό του ευρώ. Όσο λέει στον κόσμο «θα καταργήσουμε οπωσδήποτε τα μνημόνια, αλλά θα μείνουμε πάση θυσία στο ευρώ», θα μένει έκθετος στις επιθέσεις των αντιπάλων του για αναξιοπιστία. Είναι αλήθεια ότι η πλειονότητα των πολιτών δεν θα ήθελε, ως πρώτη επιλογή, να φύγουμε από το ευρώ. Όχι λόγω κάποιου αφηρημένου ευρωπαϊσμού, αλλά γιατί αντιλαμβάνεται ότι με το ευρώ ισχύει ό,τι και με το γάμο: Άλλο να μην παντρευτείς κι άλλο να χωρίσεις αφού έχεις κάνει παιδιά και αποκτήσει μύριες δεσμεύσεις. Άλλο τόσο όμως είναι αλήθεια ότι μπροστά στο δίλημμα «να πεθάνουμε με το ευρώ ή να ζήσουμε, έστω δύσκολα για δύο χρόνια, με ένα νέο εθνικό νόμισμα», η πλειονότητα των πολιτών, που δε φιγουράρει στη λίστα Λαγκάρντ, θα επέλεγε το δεύτερο.
Προφανώς, ο ΣΥΡΙΖΑ δε θα έπαιρνε ποτέ την πρωτοβουλία να οδηγήσει την Ελλάδα εκτός ευρωζώνης. Ωστόσο το δίλημμα πιθανότατα θα τεθεί από τα ίδια τα πράγματα. Την ημέρα που η ελληνική κυβέρνηση θα ακυρώσει τα μνημόνια, η Μέρκελ θα της κόψει τη «βοήθεια»- αν λέγεται βοήθεια αυτή η οικονομική «πρέζα», που μας καθηλώνει στο ρόλο του εθισμένου, ο οποίος κάθε φορά θέλει μεγαλύτερη, καταστροφικότερη δόση. Αυτομάτως, η ελληνική κυβέρνηση δεν θα έχει άλλον, βραχυπρόθεσμο τρόπο να ανταποκριθεί στις άμεσες ανάγκες της από το να βάλει μπροστά την πρέσα του Εθνικού Νομισματοκοπείου. Εν ολίγοις, το περίφημο «Σχέδιο Β» δεν είναι μια εμμονή του Αλέκου Αλαβάνου, αλλά μια μάλλον προφανής αναγκαιότητα.
Όπως υπήρξε για το ελληνικό έθνος ζωή χωρίς ευρώ, έτσι υπάρχει ζωή και μετά από τα δέκα χρόνια του ευρώ. Στο κάτω- κάτω, το κοινό νόμισμα μπορεί να διαλυθεί εντελώς ανεξάρτητα από την Ελλάδα και την όποια κυβέρνησή της, όπως διαμηνύει η χρόνια κρίση της ευρωζώνης. Όποιοι βλέπουν το ευρώ όχι ως μέσο, αλλά ως αυτοσκοπό, ως προϋπόθεση της εθνικής επιβίωσης, παραδίδουν την εθνική επιβίωση σε ξένα χέρια, σε παράγοντες πέρα από κάθε έλεγχο αυτού του λαού.
Βεβαίως, στην περίπτωση της αποχώρησης από την ευρωζώνη, θα έρθει με ιδιαίτερη ένταση στο προσκήνιο το θέμα των διεθνών συμμαχιών της χώρας, από τις οποίες θα εξαρτηθεί η συναλλαγματική, ενεργειακή και διατροφική της επάρκεια, αλλά και η εθνική της ασφάλεια. Σ’ αυτό το κεφαλαιώδες ζήτημα ο ΣΥΡΙΖΑ ελάχιστα μας έχει πει, πέρα από μια ιδεοληπτική πίστη στην «καλή», προοδευτική Ευρώπη, η οποία, δυστυχώς, ούτε κυβερνά, ούτε φαίνεται ότι θα κυβερνήσει γρήγορα.
Η Ελλάδα δεν έχει κανένα λόγο να αποξενωθεί από τις ευρωπαϊκές χώρες και κυρίως τις χώρες του Νότου, με τις οποίες τη συνδέουν παραδοσιακές σχέσεις και κοινά προβλήματα. Αλλά αυτός ο προσανατολισμός δεν πρέπει να είναι αποκλειστικός. Η Ρωσία, με τους ενεργειακούς πόρους και τις τεράστιες αμυντικές δυνατότητες, η Λατινική Αμερική με τους διατροφικούς πόρους και η Κίνα με τα τεράστια αποθέματα συναλλάγματος είναι οι πλέον προφανείς στόχοι μιας άλλης, ανεξάρτητης εξωτερικής πολιτικής. Στην περίπτωση δε μιας ευρύτερης ρήξης της Γερμανίας με τον μεσογειακό Νότο δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι η Μέρκελ θα έχει στο πλευρό της άλλες μεγάλες δυνάμεις του παγκοσμίου συστήματος.
Ο Ναπολέων έλεγε ότι το καλύτερο στρατιωτικό σχέδιο παύει να ισχύει από τη στιγμή που πέφτουν οι πρώτοι κανονιοβολισμοί. Κάτι ανάλογο ισχύει στην πολιτική, σ’ αυτούς τους τόσο δύσκολους και ευμετάβλητους καιρούς. Ουδείς λογικός άνθρωπος θα απαιτήσει από την Αριστερά ένα απολύτως επεξεργασμένο σχέδιο, χωρίς ρίσκο και αβεβαιότητες. Έχει όμως το δικαίωμα να αξιώσει από μια κυβέρνηση λαϊκής ενότητας και εθνικής σωτηρίας να έχει εξ αρχής ξεκάθαρους το στόχο, τους φίλους και τους εχθρούς της, όπως και την τόλμη να ξεπεράσει τον εαυτό της, τις διαιρέσεις και τις αγκυλώσεις της.
πηγή:antapocrisis
Την φωτιά την συντηρούν οι ανυπόταχτοι οι ανικανοποίητοι…
Tα Πύρινα λόγια του Γιώργου Θεοτοκά από το «Ελεύθερο Πνεύμα»(από τα 1929)
αναπνέω-respira
Ισπανική καμπάνια για την απεργία στην Ευρώπη στις 14 Νοεμβρίου του 2012 με ένα εξαιρετικό βίντεο
«Όσοι πιστεύουν ότι το να καταστήσεις αυτόν τον κόσμο απλώς αόρατο προστατεύει το μεγάλο μνημονιακό πείραμα σύντομα θα εκπλαγούν»
Αόρατοι
του Γιάννη Κιμπουρόπουλου
Από τη στήλη Ελεύθερος Σκοπευτής, Επενδυτής, 20/10/2012
«Το να χάνεις τη δουλειά σου είναι σαν κάταγμα», μονολογεί ο ήρωας ενός διηγήματος (του Χ. Οικονόμου από τη συλλογή «Κάτι θα γίνει, θα δεις» που, προ τριετίας, λειτούργησε σαν ηχώ του μέλλοντος). Το να μη βρίσκεις δουλειά για πολύ καιρό είναι σαν πολλαπλά κατάγματα. Το να είσαι τόσο καιρό άνεργος ώστε να καταλήγεις εκτός εργατικού δυναμικού είναι συντριβή. Εξαφάνιση. Κοινωνική εξαέρωση.
Δεν σας προκαλεί απορία; Πού κρύβονται οι 1,5 εκατομμύριο πραγματικοί άνεργοι; Πού είναι οι 500.000 νέοι έως 25 ετών που η πρώτη εργασιακή τους εμπειρία είναι η ανεργία; Πού κινούνται οι 500.000 που διανύουν παροπλισμένοι την παραγωγικότερη περίοδο της ζωής τους, μεταξύ 25-45 χρόνων; Ένα από τα πραγματικά επιτεύγματα της τρόικας και της κυβέρνησης είναι ότι κατέστησαν τους ανέργους κοινωνικά και πολιτικά αόρατους. Οι άνεργοι υπάρχουν μόνο σαν στατιστική του τρόμου, σαν αριθμός ιλιγγιωδώς αυξανόμενος και σαν μοχλός εκβιασμού των τυχερών που διατηρούν το «προνόμιο» να εργάζονται. Οι άνεργοι δεν υπάρχουν σε κανένα επίπεδο της διαπραγμάτευσης μεταξύ κυβέρνησης και τρόικας. Δεν υπάρχουν σε κανένα μέτρο του μνημονίου, με εξαίρεση τις περικοπές στα επιδόματα ανεργίας. Δεν υπάρχουν στον σχεδιασμό κανενός υπουργείου, με εξαίρεση τη διαχείριση μερικών υπολειμμάτων των κοινοτικών επιδοτήσεων. Δεν υπάρχουν στον πολιτικό και κοινωνικό σχέδιο κανενός κόμματος, με εξαίρεση τις γενικές προσδοκίες για απασχόληση που θα προκύψει από εκείνο ή το άλλο αναπτυξιακό τέχνασμα. Οι άνεργοι, ενώ εξελίσσονται στην πιο θεαματικά αυξανόμενη ομάδα της ελληνικής κοινωνίας και οσονούπω την πολυπληθέστερη, είναι ταυτόχρονα η ομάδα που έχει τεθεί κυριολεκτικά εντός παρενθέσεως.
Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, όλα τα άλλα στρώματα και κατηγορίες της κοινωνίας βρίσκονται, έστω και περιθωριακά, εντός της διαπραγμάτευσης για τον βίαιο, μνημονιακό μετασχηματισμό. Οι μισθωτοί του Δημοσίου, παρά την ισχνή τους συνδικαλιστική δύναμη, είναι το πρόσχημα για κάποιες από τις περίφημες «κόκκινες γραμμές». Οι μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα έγιναν ένα παρόμοιο πρόσχημα στο προ ημερών θέατρο κυβερνητικής «αντίστασης» απέναντι στον κυνισμό της τρόικας για τις αποζημιώσεις και τις τριετίες (σημειολογικά έχει ενδιαφέρον, πάντως, ότι και στις δύο περιπτώσεις, του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα, οι μισθωτοί αντιμετωπίζονται κυρίως ως υποψήφιοι άνεργοι). Οι προμηθευτές του Δημοσίου προβάλλονται ως οι κατεξοχήν αναξιοπαθούντες με τις ληξιπρόθεσμες οφειλές του κράτους. Η επιχειρηματική ελίτ είναι έτσι κι αλλιώς προνομιακός απευθείας συνομιλητής και υποβολέας αρκετών «μεταρρυθμίσεων» της τρόικας. Οι μικρομεσαίοι, αν και συνθλιβόμενοι μεταξύ φορολογίας και ύφεσης, θεωρούνται δικαιούχοι ενός σεβαστού μέρους των κοινοτικών επιδοτήσεων, αν και όταν αυτές αποδεσμευτούν. Οι αποταμιευτές, αν τους αντιμετωπίσουμε ως ιδιαίτερη κατηγορία, αποτέλεσαν από την αρχή της κρίσης το επιχείρημα υπεράσπισης των τραπεζών. Αλλά ακόμη και οι δανειολήπτες, μπαταχτσήδες ή απλώς ανήμποροι να εξυπηρετήσουν τις δόσεις τους, είναι η διαρκής αφορμή επινοήσεων και παρεμβάσεων για τη διάσωση της ιεράς τραπεζικής πίστης. Όλοι τους είναι κατά κάποιο τρόπο παρόντες στη διαπραγμάτευση, με το μικρό ή μεγάλο ειδικό πολιτικό τους βάρος ως σταθερή πελατεία του πολιτικού συστήματος.
Αλλά οι άνεργοι δεν είναι πουθενά. Είναι παράδοξα απόντες ακόμη και ως φυσική παρουσία, παρ’ ότι οι αριθμοί επιβεβαιώνουν πέραν αμφιβολίας ότι τουλάχιστον ένας τους είναι παρών στο μέσο νοικοκυριό. Είναι απόντες από την καθημερινή κοινωνικότητα, από τις δημόσιες εκδηλώσεις θυμού, οργής, απελπισίας. Είναι αόρατοι ως συγκεκριμένη κοινωνική οντότητα που κάπως πρέπει να διαχειρίζεται κάπως το 24ωρό της, την εβδομάδα της. Δεν είναι ορατοί με τον τρόπο που ήταν ορατοί στην κρίση του 1929 οι Αμερικανοί ή αργότερα οι Γερμανοί άνεργοι, με τις τεράστιες ουρές στα γραφεία εργασίας, στα συσσίτια ή στα καραβάνια των μεταναστών. Πού είναι όλοι τους;
Ρητορικό είναι το ερώτημα. Καθένας μας έχει μιαν απάντηση για το πού είναι και τι κάνουν οι άνεργοι του στενού ή ευρύτερου περιβάλλοντός μας. Καθένας μας δέχεται ένα-δυο τηλεφωνήματα την εβδομάδα από γνωστούς και φίλους που ζητούν με διακριτικότητα: «έχε με υπόψη, αν φτάσει στ’ αυτί σου κάτι για καμιά δουλειά… Ό,τι να ’ναι». Αρκετοί από μας σιτίζουν, στεγάζουν και συντηρούν έναν άνεργο ή αναλαμβάνουν τα έξοδα των παιδιών του, στο πλαίσιο της οικογενειακής πρόνοιας, του μόνου ανθεκτικού και υπεράνω κρίσεων και μεταρρυθμίσεων συστήματος κοινωνικής ασφάλισης που υπήρξε στη μεταπολεμική Ελλάδα. Καθένας μας έχει υπόψη του εναλλακτικές συμπεριφορές και αντιδράσεις στην κατάσταση της μακρόχρονης ανεργίας: ανθρώπους που απλώς ροκανίζουν τον χρόνο τους γύρω από ένα φλιτζάνι καφέ, άλλους καρφωμένους στον καναπέ να κάνουν ζάπινγκ ανάμεσα σε χαζοχαρουμενάδικα προγράμματα και δελτία μνημονιακού τρόμου, κάποιους βυθισμένους ήδη σε βαθιά, κλινική κατάθλιψη, άλλους απελπισμένους μπροστά σε σωρούς απλήρωτων λογαριασμών κι ανεξόφλητες δόσεις δανείων κι εφορίας, αρκετούς, δραστήριους κι ακατάβλητους, «παντρεμένους» με την αισιοδοξία και την αυτοπεποίθηση, να στέλνουν ακούραστα βιογραφικά, να κυνηγούν ευκαιρίες, να προσφέρονται ακόμη και για μαύρη, κακοπληρωμένη εργασία και άλλους να ψάχνουν ήδη προορισμό μετανάστευσης. Από Καναδά μέχρι Ντουμπάι.
Δεν έχουμε ακόμη δει μαζικά εικόνες ανέργων στο έσχατο στάδιο του κοινωνικού αποκλεισμού, αποκομμένους από τα σπίτια και τις φαμίλιες τους, ανέστιους, περιπλανώμενους, χωμένους σε κάδους απορριμμάτων. Η ματιά μας δεν έχει ακόμη εισπράξει εκείνη την υπερβολική δόση δυστυχίας που θα την κάνει αναίσθητη.
Παρ’ όλα αυτά, οι αόρατοι άνεργοι, αυτή η ασυγκρότητη σιωπηλή υπερδύναμη της κοινωνίας, χωρίς καμιά συλλογική ή πολιτική εκπροσώπηση, ζουν ανάμεσά μας χωρίς να έχουν φανερώσει την τελική τους επίδραση στο μεγαλύτερο κοινωνικό πείραμα της μεταπολεμικής Ευρώπης. Είναι ένας καταλύτης με άγνωστες ιδιότητες. Είναι όχι μία, αλλά δύο χαμένες γενιές ανθρώπων που όσο περνά ο χρόνος χάνουν τις παραγωγικές τους δεξιότητες. Οι τεχνοκράτες της δημοσιονομικής εξυγίανσης, οι οποίοι αντιμετωπίζουν ακόμη και την κεϊνσιανή προσδοκία της πλήρους απασχόλησης ως πολιτικό εξτρεμισμό, περιορίζουν τον ρόλο των αόρατων ανέργων σε μια στατιστική μέτρηση, αδιάφορη για τους οικονομικούς στόχους τους. Το έλλειμμα μπορεί να μηδενιστεί, η βιωσιμότητα του χρέους κουτσά στραβά να εξασφαλιστεί, η Ελλάδα να γίνει η πιο ανταγωνιστική χώρα των Βαλκανίων, οι ρυθμοί ανάπτυξης να επιστρέψουν στα προ κρίσης ρεκόρ, αλλά ταυτόχρονα η ανεργία να ίπταται στο 30%, στο 40%, ακόμη και στο 50%, γιατί όχι; Εφόσον το «σύστημα» δουλεύει, τι σημασία έχει πόσοι θα είναι οι άνεργοι; Αρκεί να παραμένουν αόρατοι, εκτός του νέου «κοινωνικού συμβολαίου». Να παραμένουν η δύναμη αδρανείας που κάνει τους «προνομιούχους» απασχολούμενους να λουφάζουν, γιατί τα σύνορα μεταξύ ανεργίας κι απασχόλησης γίνονται πια ασαφή. Μια τρίχα, λίγα λεπτά και ελάχιστα χρήματα χωρίζουν τη μια από την άλλη κατάσταση.
Κι αν η στατιστική της ανεργίας επιμένει άγρια και ενοχλητική, ακόμη κι αυτή συν τω χρόνω μπορεί να βελτιωθεί. Ενδείξεις υπάρχουν από σήμερα. Μαζί με τα θηριώδη ποσοστά ανεργίας, καταγράφεται κι η μείωση της απασχόλησης. Ένα ποσοστό αοράτων συμφιλιώνεται σε τέτοιο βαθμό με την α-ορατότητά του, ώστε να σταματήσει να δηλώνει οικονομικά ενεργός. Δεν δουλεύω, δεν βρίσκω δουλειά, δεν ψάχνω για δουλειά, είμαι εκτός και ανεργίας και απασχόλησης. Σε μια οικονομική και κοινωνική ζώνη λυκόφωτος.
Ποια ψυχολογική, ιδεολογική, πολιτική διεργασία γίνεται στους κατοίκους αυτής της ζώνης λυκόφωτος; Όπως μας υπενθυμίζει η μεταφυσική μυθολογία, σ’ αυτή την περιοχή μεταξύ φωτός και σκότους συνυπάρχουν ζόμπι, λυκάνθρωποι, νεράιδες, ξωτικά, βαμπίρ, δράκοι, μάγισσες, προφήτες, άγγελοι και δαίμονες. Όντα με δυνάμεις υπερφυσικές προορισμένες για δημιουργία ή καταστροφή, για πόλεμο ή ειρήνη, για συμφιλίωση ή σπαραγμό, για το καλό ή για το κακό. Όσοι πιστεύουν ότι το να καταστήσεις αυτόν τον κόσμο απλώς αόρατο προστατεύει το μεγάλο μνημονιακό πείραμα σύντομα θα εκπλαγούν. Και πιθανότατα όχι ευχάριστα.
ΘΕΩΡΙΕΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΕΡΑΞΙΑ
Η μακροχρόνια ανεργία σαφώς και οφείλεται σε μακροοικονομικά γεγονότα και αποτυχημένες πολιτικές που είναι πέρα από τον έλεγχο των μεμονωμένων ατόμων, παρ’ όλα αυτά τα θύματα στιγματίζονται. Άραγε, όταν έχει μείνει κανείς άνεργος για μεγάλο διάστημα, οι εργασιακές του δυνατότητες διαβρώνονται και ο ίδιος καθίσταται λιγότερο κατάλληλος για πρόσληψη; Μήπως το γεγονός ότι ο άνθρωπος συγκαταλέγεται στους μακροχρόνια ανέργους σημαίνει ότι κατά βάθος είναι άχρηστος; Ίσως όχι, πολλοί εργοδότες όμως το πιστεύουν – και για τον εργαζόμενο ίσως αυτό να έχει τελικά σημασία. Με δεδομένη την κατάσταση της οικονομίας, όποιος χάνει τη δουλειά του δυσκολεύεται πολύ να βρει άλλη, ενώ, αν μείνει άνεργος για μεγάλο διάστημα, καταλήγει να θεωρείται μη απασχολήσιμος.
Σε όλα αυτά πρέπει να προσθέσουμε και τη βλάβη που προκαλείται στον εσωτερικό κόσμο των Αμερικανών. Ξέρετε τι εννοώ, αν γνωρίζετε οποιονδήποτε που να είναι παγιδευμένος στη μακροχρόνια ανεργία: ακόμη κι αν δεν αντιμετωπίζει οικονομικά προβλήματα, το πλήγμα για την αξιοπρέπεια και τον αυτοσεβασμό του μπορεί να αποβεί καίριο. Όταν ο Ben Bernanke μιλούσε περί έρευνας για την ευτυχία, υπογράμμιζε τη διαπίστωση ότι η ευτυχία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την αίσθηση του ατόμου ότι ελέγχει τη ζωή του. Σκεφτείτε τι παθαίνει αυτή η αίσθηση του ελέγχου όταν κάποιος θέλει να δουλέψει, αλλά οι μήνες περνούν και δεν βρίσκει δουλειά, όταν η ζωή που έχει κτίσει καταρρέει επειδή τα χρήματα τελειώνουν.
Πόλ Κρούγκμαν, «Τέλος στην ύφεση τώρα»