Month: Αύγουστος 2007
γυαλίζει η τρομπέτα…
η τρομπέτα ,
ο ήχος της με ακολουθεί, σαν γυναίκα, σαν την βροχή
αγκαλιά με τα λόγια, γυαλίζει στην νύχτα.
τι νύχτα κι αυτή!
Κι ο πρωινός αέρας κλόουν ακουμπισμένος στα λυτά πανιά .
Η αλύσίδα στάζει θαλασσινό νερό…
«Κλεμμένη ζωή»
Για την Ρεπούση (την έγραψα επιτέλους σωστά) ,για την Γιαννάκου, για τον Κώστα, το Γιώργο, την Ντόρα , τον Βαγγέλη αλλά και για όλους εμάς που δεν ξέρουμε που πατάμε και που βρισκόμαστε παραθέτω ένα απόσπαμα απο το βιβλίο του αγαπημένου μου συγγραφέα Αρη Φακίνου με τίτλο «Κλεμμένη ζωή» απο τις εκδόσεις Καστανιώτη, με αφορμή τις τελικές διορθώσεις του βιβλίου της στ΄ δημοτικού.Επίσης η απόφαση για διανομή του βιβλίου «Ματωμένα χώματα» της Διδώ Σωτηρίου μαζί με κάθε βιβλίο ιστορίας στους μαθητές είναι θετική κίνηση.
» …….Καθισμένοι ο ένας κοντά στον άλλο πάνω σε μια μεγάλη
πέτρα, κοιτάζουνε από το ύψος του βουνού την πολυάνθρωπη πρωτεύουσα, παρακολουθούν την νύχτα που ζυγώνει, που απλώνεται, που σιγά σιγά κυριαρχεί.Τα σύννεφα που ’δε πριν λίγο η Διονυσία έχουν διαλύσει, έχουν χαθεί,ο νοτιάς που φυσάει καθάρισε της Αθήνας την ατμόσφαιρα, έδιωξε την βρώμα και τα καυσαέρια, εδώ και εκεί πάνω στον ουρανό έχουν φανερωθεί τα άστρα. Μερικά μέτρα από την πλατωσιά ξασπρίζουν του πανάρχαιου λατομείου τα βράχια.
Αργά, ήρεμα, λες και αναθυμάται λέξη την λέξη, φράση την φράση κάποιο μισοξεχασμένο παραμύθι, η Διονυσία εξηγεί στον Ανέστη ότι από εδώ περνούσαν την αρχαία εποχή τα μεγάλα τετράτροχα κάρα που κουβαλούσαν το πεντελικό μάρμαρο στην Αθήνα. Δούλευαν οι λοτόμοι σκυλίσια, μέρα και νύχτα, οι εργάτες αγκομαχούσαν, οι επιστάτες έβριζαν και τιμωρούσαν σκληρά άμα καθυστερούσε η δουλειά, όταν ανακάλυπταν κάποιον να ‘χε κάπου μουλώξει και να κάνει λούφα. Καμία φορά, πάνω στην βράση του μόχθου, τα ντιντινίσματα και οι χτύποι από τους λοστούς , τα καλέμια και τα σφυριά έσμιγαν με καλπασμούς αλόγων π’ αντηχούσαν σε όλη την πλαγιά, φανερώνονταν μαντατοφόροι από την πόλη της Παλλάδας , έφερναν μηνύματα. Την μία φορά ο Ικτίνος απειλούσε τον αρχιεπιστάτη του λατομείου πως αν δεν προχωρούσαν γρήγορα τα έργα, θα τον κατάγγελνε στις Αρχές για να του αφαιρέσουν την εργολαβία, την άλλη έκαναν παράπονα ο Φειδίας, ο Καλλικράτης, η ο Μνησικλής. Άλλοτε πάλι οι μαντατοφόροι εξηγούσαν ότι ο Περικλής είχε μπλέξει άσχημα με την εκκλησία του Δήμου και πως ο λαός δεν ήξερε τι ήθελέ, άλλαζε γνώμη από την μία στιγμή στη άλλη. Μερικοί ρήτορες έλεγαν ότι τα έργα της Ακρόπολης καθυστερούσαν αδικαιολόγητα η πως σπαταλιόνταν αστόχαστα το δημόσιο χρήμα , άλλοι τα ‘βαζαν με τους αρχιτέκτονες, τους κατηγορούσαν για αισχροκέρδεια, απειλούσαν να τους καθίσουν όλους μαζί στο σκαμνί, ότι θα ‘στελναν και τον ίδιο τον Περικλή εξορία ή θα τον εγκαλούσαν για να δώσει λόγο για τις ατασθαλίες του μπροστά στην Ηλιαία.
Μια μέρα, διηγιέται η Διονυσία, βλέποντας που οι Αθηναίοι έχαναν για τα καλά την υπομονή τους κι ότι κινδύνευαν να πάνε όλοι οι κόποι στράφι, ο γιος του Ξάνθιππου καβαλίκεψε ένα άτι και πήγε ο ίδιος στην Πεντέλη, έδωσε διαταγή στον αρχιεπιστάτη να πει στους λοτόμους και σε όλη την εργατιά να σταματήσουν την δουλειά και να συγκεντρωθούν σε τούτη την πλατωσιά για να τους μιλήσει. Εκείνος κρέμασε τα μούτρα. Που ’χε ξανακουστεί, εξήγησε στον Περικλή, να βγάζει λόγο στους δούλους και στην πλέμπα ο ηγέτης της μεγαλύτερης και της πιο δοξασμένης ελληνικής πόλης; Μονάχα ο βούρδουλας θα ΄ταν ικανός να φέρει σε λογαριασμό τον άξεστο και ακαμάτη λαό, να τον βάλει θέλει δεν θέλει στο σωστό δρόμο. « Η δημοκρατία, γιε του Ξάνθιππου » ,είπε ο αρχιεπιστάτης, «δεν ταιριάζει με τον χαρακτήρα όλων των ανθρώπων, δεν βγαίνει πάντα καλό αποτέλεσμα με την συζήτηση και την πειθώ, όταν αφήνεις ελεύθερο τον κόσμο να κάνει ότι θέλει , κατά την κρίση του, σήμερα ετούτο και αύριο το άλλο, την μια μέρα να θεμελιώνει και να χτίζει, την άλλη να παίρνει τ’ αξίνι και ν’ αρχίζει το γκρέμισμα.»
Όμως ο Περικλής δεν τον άκουσε, λέει η Διονυσία, μάζεψε τους λοτόμους και τους μίλησε για την μεγάλη αποστολή της Αθήνας , για της Ακρόπολης τα έργα και γα τον Παρθενώνα, τους εξήγησε πως με κανένα τρόπο δεν έπρεπε να καθυστερήσει ή να μείνει στην μέση αυτή η δουλειά . Από την εποχή του Πεισίστρατου , είπε ο Περικλής, οι φωτισμένοι άνθρωποι της Αθήνας κατάλαβαν ότι η πόλη της Παλλάδας δεν πορευότανε μονάχη της στην Ιστορία, αλλά τραβούσε πίσω της ολάκερη Ελλάδα, είχαν μαντέψει σωστά οτι οι καιροί άλλαζαν, ψυχανεμίζονταν ότι αργά ή γρήγορα θα πλάκωναν βάρβαροι από την Ασία. Γι’ αυτό κι έστρωσαν στη δουλειά εκατοντάδες γραμματικούς και γραφιάδες, τους έβαλάν να καταγράψουν του Ομήρου τα έπη, χιλιάδες στίχους από την Ιλιάδα και την Οδύσσεια.
Ποός ξέρει , θα ‘παν, τι λογής χρόνους θα ΄ρθουν, πως θα εξελιχθούν τα πράγματα σ’ αυτά τα χώματα , αν δεν βρεθεί η Ελλάδα εξανδραποδισμένη, σκλάβα, μέσα στης δουλείας τα σκοτάδια…Καλού κακού ας πάρουμε τα μέτρα μας. Καλή και άγια η μνήμη του ανθρώπου , αλλά ας μην της έχουμε και μεγάλη εμπιστοσύνη. Ποιός ξέρει τι μπορεί να συμβεί αργότερα…Να λοιπόν γιατί , είπε ο Περικλής στους λατόμους και τους εργάτες που ‘χαν μαζευτεί, πρέπει να τελειώσουμε γρήγορα την Ακρόπολη και τα έργα .Για να αφήσουμε κι άλλα, όσα γίνεται περισσότερα αχνάρια από την ύπαρξη μας , από τις προσπάθειές μας και τους αγώνες μας ,από τα οράματά μας. Κάτι με τα γραφτά μας, κάτι με όλα τούτα τα έργα, δεν θα πάει χαμένο το πέρασμά μας από τον κόσμο.
Ο Ανέστης σαλεύει το κεφάλι του:
-Λες να μείνει τίποτα, Διονυσία, από το δικό μας πέρασμα;
-Ναι, το κάναμε, Ανέστη.
-Πως είσαι τόσο βέβαιη;
Με μια αργή χειρονομία η Διονυσία δείχνει την πλαγιά της Πεντέλης που ‘ναι βυθισμένη στο σκοτάδι:
-Μα δεν ακούς γύρω μας τη σιωπή; Δε βλέπεις που ‘μαστε ολομόναχοι μέσα σ’ αυτή την ερημιά; «
Υ.Γ.αφιερωμένο στον Τάσσο Ισσάκ και στον Σολωμό Σολωμού
Νεώτερη ενημέρωση: Θαυμάστε ενημέρωση ΥΠΟΥΡΓΟΥ για τις αλλαγές στο βιβλίο στην σημερινή Ελευθεροτυπία
Γυναίκα!
αυτά τα χέρια τα λεπτά σαν στάχι…
αυτό το βλέμμα σαν ιδρώτας…
αυτό το κορμί ,σαν μίσχος
γυναίκα Ω! γυναίκα!
λουλούδι ένα πραγματικό λουλούδι
Υ.Γ. αφιερωμένο στον «αγγελό μου» για τα δέκα χρονια έρωτα και συντροφικότητας
Ενας κήπος
Καλοκαιράκι στο χωριό στο εξαιρετικό ιστολόγιο L’ Enfant de Haute
η βροχή θα απελευθερώσει τα αρώματα
το τραπέζι θα γεμίσει χρώματα
το κρασί, το τσίπουρο θα ξεδιψάσει τα σώματα
τα λόγια ,τα τραγούδια τις ψυχές
Ανατολικά….κοντά στην θάλασσα .